Το ρήμα "ἁλίσκομαι" (παθητ. του "αἱρῶ"= κυριεύω) στον αόρ. β΄ γίνεται "ἑάλων" (= κυριεύθηκα).
Από αυτό το θέμα προκύπτει η λέξη "ἅλωσις".
Έτσι, ο "ευάλωτος" είναι αυτός που κυριεύεται εύκολα (εὖ), ο "ἀνάλωτος" αυτός που δεν κυριεύεται, ενώ ο "αἰχμάλωτος" αυτός που κυριεύεται από την αιχμή δόρατος.
Ελένη Ωρείθυια Κουλιζάκη
Από αυτό το θέμα προκύπτει η λέξη "ἅλωσις".
Έτσι, ο "ευάλωτος" είναι αυτός που κυριεύεται εύκολα (εὖ), ο "ἀνάλωτος" αυτός που δεν κυριεύεται, ενώ ο "αἰχμάλωτος" αυτός που κυριεύεται από την αιχμή δόρατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.