Η "λώπη" στα αρχαία ελληνικά σημαίνει "ένδυμα".
"Δύω" σημαίνει "βουτώ, βυθίζω" (απ' ὀπου προέρχονται και οι λέξεις "δύτης", "κατάδυση", "δύση" κ.α.)
Ο λωποδύτης λοιπόν είναι αυτός που "βουτάει" στα ρούχα και κλέβει ό,τι υπάρχει εκεί (χρήματα, αντικείμενα κτλ).
"Δύω" σημαίνει "βουτώ, βυθίζω" (απ' ὀπου προέρχονται και οι λέξεις "δύτης", "κατάδυση", "δύση" κ.α.)
Ο λωποδύτης λοιπόν είναι αυτός που "βουτάει" στα ρούχα και κλέβει ό,τι υπάρχει εκεί (χρήματα, αντικείμενα κτλ).
- λώπη + δύω -> λωποδύτης.
Ελένη Ωρείθυια Κουλιζάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.